- γραμματηφόρος
- γραμμᾰτ-ηφόρος, ὁ,A letter-carrier, D.H.20.4, Plu. Galb.8, al., PFlor. 39.6 (iv A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γραμματηφόρος — γραμματηφόρος, ο (AM) ο ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + φόρος < φερω. Το συνδετικό φωνήεν η τού συνθέτου οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων, πρβλ. ασπιδηφόρος)] … Dictionary of Greek
γραμματηφόρος — letter carrier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματηφόροι — γραμματηφόρος letter carrier masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματηφόροις — γραμματηφόρος letter carrier masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματηφόρον — γραμματηφόρος letter carrier masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματηφόρου — γραμματηφόρος letter carrier masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματηφόρους — γραμματηφόρος letter carrier masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματηφόρων — γραμματηφόρος letter carrier masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματηφόρῳ — γραμματηφόρος letter carrier masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek